Βόρεια τείχη και Πύργος Ανδρόνικου Λαπαρδά
Όπως άλλες σύγχρονες ελληνιστικές πόλεις, η Θεσσαλονίκη περιτειχίστηκε αμέσως μετά την ίδρυσή της από τον βασιλιά Κάσσανδρο το 315 π.Χ. με στόχο τη δημιουργία ενός νέου αστικού κέντρου με ιδιαίτερη γεωπολιτική σημασία που θα βρισκόταν σε επικοινωνία με τις περιοχές της βαλκανικής, μέσω οδικών και ποτάμιων αρτηριών αλλά και με τον γεωγραφικό χώρο του Αιγαίου και της Μεσογείου, μέσω θαλάσσης. Τα τείχη στους αιώνες που ακολούθησαν επισκευάστηκαν, συμπληρώθηκαν, επεκτάθηκαν, τμήματά τους καταστράφηκαν και ξαναχτίστηκαν με πρωτοβουλία διαφόρων ρωμαίων και βυζαντινών αυτοκρατόρων.
Τα βόρεια τείχη, από Ανατολικά προς Δυτικά, ξεκινούν από τον Πύργο του Τριγωνίου και τελειώνουν στον Πύργο του Αγάλματος. Ένα σημαντικό τμήμα τους είναι κοινό με τον περίβολο της Ακρόπολης. Ακολουθώντας την πορεία των βορείων τειχών στο ύψος που συναντούν το δυτικό τείχος της Ακρόπολης συναντάμε μια σειρά από πύργους, πόρτες και παραπύλια. Το τμήμα αυτό του βόρειου τείχους, τόσο από την εσωτερική, όσο και από την εξωτερική πλευρά είναι πυκνά κατοικημένο, ενώ αρκετά μικρά σπίτια βρίσκονται χτισμένα κολλητά πάνω σε αυτό. Πολλά από τα δρομάκια φαίνεται πως υπήρχαν εκεί από τη βυζαντινή εποχή.
Οι πύργοι αποτελούσαν βασικά συστατικά των τειχών καθώς είχαν στόχο την ενίσχυση της οχύρωσης. Ορθωνόταν σε ορισμένες αποστάσεις κατά μήκος του τείχους, ήταν αρκετά ισχυρής κατασκευής και υψώνονταν κυρίως από τη μια και την άλλη πλευρά των πυλών στις γωνίες του τείχους και γενικά σε όλα τα ευπαθή σημεία της άμυνας. Το σχήμα τους ήταν συνήθως τετράγωνο, τριγωνικό, πολύγωνο, κυκλικό ή ημικυκλικό. Πιο ισχυροί ήταν αυτοί που είχαν σχήμα κυκλικό ή τριγωνικό. Οι τετράγωνοι προσβάλλονταν ευκολότερα και δεν άντεχαν στις πολεμικές μηχανές, ωστόσο προτιμούνταν στην Ανατολή, καθώς ήταν ευκολότεροι στην κατασκευή τους. Σχεδόν όλοι αποτελούνταν από δύο ορόφους. Ο κάτω χρησίμευε ως αποθήκη πολεμοφοδίων είτε ως χώρος διαμονής της φρουράς. Ο πάνω προοριζόταν για άμυνα. Η απόσταση του ενός πύργου από τον άλλον δεν υπερέβαινε το βεληνεκές όπλου της εποχής ώστε σε περίπτωση κατάληψης από εχθρούς να είναι εύκολη η απώθησή του από τους διπλανούς πύργους. Από τεχνική άποψη, ήταν ανεξάρτητοι από τα μεταπύργια ώστε να μην υπάρχει φόβος η πτώση του ενός να παρασύρει το άλλο.
Northern city walls and Tower of Andronikos Lapardas
Like other modern Hellenistic cities, Thessaloniki was walled up immediately after its foundation by King Cassander in 315 BC with the aim of creating a new urban centre of particular geopolitical importance that could communicate with the Balkan regions through land and river routes, as well as with the geographical area of the Aegean and the Mediterranean, through the sea. In the centuries that followed, the walls were repaired, extended, parts of them were destroyed and rebuilt under the initiative of various Roman and Byzantine emperors.
The northern walls, from east to west, start from the Tower of the Triangle and end at the Tower of the Statue. A significant part of them is shared with the Acropolis enclosure. Following the course of the northern walls to the height where they meet the western wall of the Acropolis, we find a series of towers and gates. This part of the northern wall, both on its inner and outer side, is densely populated, and several small houses are built on top of it. Many of the streets seem to have been there since the Byzantine era.
The towers were an essential component of the walls as they were intended to strengthen the fortification. They were erected at certain distances along the wall, were of fairly strong construction and rose mainly on one side of the gates at the corners of the wall and generally at all vulnerable points of the defense. Their shape was usually square, triangular, polygonal, circular or semi-circular. The strongest were those that were circular or triangular in shape. The square ones were more easily attacked and could not withstand war machines; however, they were preferred in the East as they were easier to build. Almost all of them consisted of two floors. The lower one served as an ammunition store or as living quarters for the garrison. The upper one was for defense. The distance between two towers did not exceed the range of a weapon of the time; so that in case of an occupation by the enemy, it could be easily repelled by the nearby towers. From a technical point of view, they were independent of the walls between the towers so that there was no fear of the fall of one dragging down the other.
Βόρεια τείχη και Πύργος Ανδρόνικου Λαπαρδά
Ο Πύργος του Ανδρόνικου Λαπαρδά τοποθετείται στα Βόρεια τείχη της Θεσσαλονίκης. Κατασκευάστηκε, όπως και το φρούριο του Επταπυργίου, το δεύτερο μισό του 12ου αιώνα, την εποχή της δυναστείας των Κομνηνών. Πρόκειται για πύργο τετράπλευρου ορθογώνιου σχήματος, στολισμένου με διάφορα κεραμοπλαστικά σχήματα, όπως σταυρούς, γράμματα, και πέτρινα ανάγλυφα. Στη δυτική πλευρά του πύργου υπάρχει μια μεγάλη εσοχή με δύο πέτρινα ανάγλυφα. Οι μορφές πλέον δεν είναι εύκολα αναγνωρίσιμες. Πιθανότατα στο κατώτερο απεικονίζεται σταυρός, ενώ στο ανώτερο ο αυτοκρατορικός αετός. Στην νότια πλευρά του Πύργου, του Λαπαρδά αυτήν που βρίσκεται απέναντι από τη Μονή Βλατάδων, υπάρχουν δύο πλίθινες επιγραφές, οι οποίες αναφέρουν τους δύο κατασκευαστές του Πύργου.
Στην πρώτη: «ΠΥΡΓΟΣ ΤΟΥ ΠΑΝΣΕΒΑΣΤΟΥ ΣΕΒΑΣΤΟΥ ΚΕ ΜΕΓΑΛΟΥ ΧΑΡΤΟΥΛΑΡΗΟΥ ΚΗΡΩ ΑΝΔΡΟΝΙΚΩ ΤΩ ΛΑΠΑΡΔΑ»
Και στη δεύτερη στο ανώτερο τμήμα «ΟΙΣ ΤΑΠΕΙΝΟΣ ΚΕ ΔΟΥΛΟΣ ΤΟΥ ΛΑΠΑΡΔΑ ΜΙΧΑΗΛ ΠΡΟΣΟΥΧ».
Οι δύο κατασκευαστές ήταν γνωστά πρόσωπα το 1167 στην εποχή των Αντιγονιδών. Ο Ανδρόνικος Λαπαρδάς κατείχε τον υψηλό τίτλο του Σεβαστού (τιμητικός τίτλος που κατά την ύστερη βυζαντινή περίοδο δινόταν σε ανώτατους αξιωματούχους) και το αξίωμα του Χαρτουλάριου (διοικητικός υπάλληλος, επιφορτισμένος με διοικητικά και φορολογικά καθήκοντα). Λέγεται μάλιστα ότι είχε συγγενική σχέση με τον οίκο των Κομνηνών. Στην πράξη έδρασε κυρίως ως “στρατηγός των ταγμάτων” σε σημαντικές εκστρατείες. Το τέλος του δεν ήταν τελικά ένδοξο καθώς απεργάστηκε στάση κατά του αυτοκράτορος Ανδρονίκου Κομνηνού. Οι πηγές αναφέρουν πως συνελήφθη , τυφλώθηκε και στάλθηκε στην Μονή Παντεπόπτη της Κωνσταντινούπολης (Εσκί Ιμαρέτ Τζαμί σήμερα), όπου και πέθανε.
Northern city walls and Tower of Andronikos Lapardas
The Tower of Andronikos Lapardas is located on the northern walls of Thessaloniki. It was built, like the fortress of Eptapyrgio, in the second half of the 12th century, during the Komnenos dynasty. It is a four-sided rectangular tower, decorated with various ceramic figures such as crosses, letters and stone reliefs. On the West side of the tower there is a large recess with two stone reliefs. The figures are no longer easily identifiable. Probably the lower one depicts a cross, while the upper one depicts the imperial eagle. On the South side of the tower, the one constructed under Lapardas, which is opposite the Monastery of Vlatades, there are two clay inscriptions, which mention the two builders of the tower.
On the first: “ΠΥΡΓΟΣ ΤΟΥ ΠΑΝΣΕΒΑΣΤΟΥ ΣΕΒΑΣΤΟΥ ΚΕ ΜΕΓΑΛΟΥ ΧΑΡΤΟΥΛΑΡΗΟΥ ΚΗΡΩ ΑΝΔΡΟΝΙΚΩ ΤΩ ΛΑΠΑΡΔΑ”
And the second in the upper part “ΟΙΣ ΤΑΠΕΙΝΟΣ ΚΕ ΔΟΥΛΟΣ ΤΟΥ ΛΑΠΑΡΔΑ ΜΙΧΑΗΛ ΠΡΟΣΟΥΧ”. The two builders were well-known figures in 1167 during the Antigonides era. Andronicus Lapardas held the high title of Sevastos (an honorary title given to high officials in the late Byzantine period) and the office of Chartularios (an administrative official, charged with administrative and fiscal duties). It is even said that he was related to the house of Komnenos. In practice he acted mainly as ‘general of the battalions’ in important expeditions. His death was not glorious at all, as he took a stand against the Emperor Andronicus Komnenos. It is claimed that he was arrested , blinded and sent to the Pantheoptis Monastery in Constantinople (Eski Imaret Mosque today), where he died.
Βόρεια τείχη και Πύργος Ανδρόνικου Λαπαρδά
O Μιχαήλ Προσούχ ήταν Ρωμαίος στρατηγός, χριστιανός στο θρήσκευμα τούρκικης ή περσικής καταγωγής. Όπως μαρτυρά ο Βυζαντινός ιστορικός του 12ου αιώνα Ιωάννης Κίνναμος φαίνεται πως μεγάλωσε ως Ρωμαίος . “Πέρσῃς μὲν τὸ γένος τροφῆς δὲ καὶ παιδείας μεταλαχόντι Ῥωμαϊκῆς“.Tο όνομά του είναι τούρκικο και προέρχεται από τη λέξη porsuk = ασβός. Περιγράφεται ως “‘ανδρας εμπειρομάχος” και ικανός στρατηγός. Έλαβε μέρος σε εκστρατείες στην Κιλικία κατά των Αρμενίων και των Σταυροφόρων.
Από την προφορική ιστορία μαθαίνουμε ότι για πολλά χρόνια στην κορυφή του πύργου έστεκε σειρήνα κι ένα φυλάκιο/παρατηρητήριο. Ο λαϊκός μύθος θέλει να έχει ζήσει εκεί ένας από τους τρεις πρακτικούς γιατρούς της πόλης. Αυτός μάλιστα λεγόταν πως θεράπευε με μόνη του ανταμοιβή ένα μπουκάλι τσίπουρο.
[Indicative sources: G. Gounari (1976), The Walls of Thessaloniki, Thessaloniki, G. Velenis (1988), The Walls of Thessaloniki: From Kassandros to Heraklio, Thessaloniki: University Studio Press, N. Poulou (2012), ‘The Walls’ in Impressions: The Byzantine Thessaloniki in photographs and drawings of the British School of Athens (1888-1910), L. Aspiotis (2003), The castles of Thessaloniki, 3rd edition, Thessaloniki: Kyriakidis Bros, K. Nigdeli (2016), Municipality of Neapolis-Sykeon “The great Kallikratian Municipality“]
Northern city walls and Tower of Andronikos Lapardas
Michael Prosuch was a Roman general, Christian in religion of Turkish or Persian origin. As the 12th century Byzantine historian John Kinnamos testifies, he seems to have grown up as a Roman. He is described as “an expert man” and a skilled general. He took part in expeditions in Cilicia against the Armenians and the Crusaders.
According to oral history, a siren and an outpost/observatory stood at the top of the tower for many years. Popular legend has it that one of the three practicing physicians of the city lived there. He was even said to have cured people with the sole reward of a bottle of tsipouro.
[Indicative sources: G. Gounari (1976), The Walls of Thessaloniki, Thessaloniki. (1988), G. Velenis, The Walls of Thessaloniki: From Kassandros to Heraklio, Thessaloniki: University Studio Press, N. Poulou (2012), ‘The Walls’ in Impressions: The Byzantine Thessaloniki in photographs and drawings of the British School of Athens (1888-1910), K. Nigdeli (2016), Municipality of Neapolis-Sykeon “The great Kallikratian Municipality“]