ΣΤΑΥΡΟΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ

Ο Σταύρος Παπαδόπουλος ήταν δημότης Συκεών ο οποίος έπεσε ηρωικά μαχόμενος στα βουνά της Αλβανίας κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο το 1940. Το όνομά του δόθηκε τιμητικά με την Απόφαση 128/10.60 του Δ.Σ. της κοινότητας Συκεών στην πρώην οδό Ν του συνοικισμού Ζαϊμη-Ροδοχωρίου (Κ. Νίγδελης, Μ. Νίγδελης, Οι δρόμοι μας, Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ιστορίας Δήμου Συκεών).

“Ξημερώνοντας τ’ Αγιαννιού, με την αύριο των Φώτων, λάβαμε τη διαταγή να κινήσουμε πάλι μπροστά, για τα μέρη όπου δεν έχει καθημερινές και σκόλες. Έπρεπε, λέει, να πιάσουμε τις γραμμές που κρατούσανε ώς τότε οι Αρτινοί, από Χιμάρα ώς Τεπελένι. Λόγω που εκείνοι πολεμούσανε απ’ την πρώτη μέρα, συνέχεια, κι είχαν μείνει σκεδόν οι μισοί και δεν αντέχανε άλλο.

Νύχτα πάνω στη νύχτα βαδίζαμε ασταμάτητα, ένας πίσω απ’ τον άλλο, ίδια τυφλοί. Με κόπο ξεκολλώντας το ποδάρι από τη λάσπη, όπου, φορές, εκαταβούλιαζε ίσαμε το γόνατο. Επειδή το πιο συχνά ψιχάλιζε στους δρόμους έξω, καθώς μες στην ψυχή μας. Και τις λίγες φορές όπου κάναμε στάση να ξεκουραστούμε, μήτε που αλλάζαμε κουβέντα, μονάχα σοβαροί και αμίλητοι, φέγγοντας μ’ ένα μικρό δαδί, μία-μία εμοιραζόμασταν τη σταφίδα. Ή φορές πάλι, αν ήταν βολετό, λύναμε βιαστικά τα ρούχα και ξυνόμασταν με λύσσα ώρες πολλές, όσο να τρέξουν τα αίματα. Τι μας είχε ανέβει η ψείρα ώς το λαιμό, κι ήταν αυτό πιο κι απ’ την κούραση ανυπόφερτο. Τέλος, κάποτε ακουγότανε στα σκοτεινά η σφυρίχτρα, σημάδι ότι κινούσαμε, και πάλι σαν τα ζα τραβούσαμε μπροστά να κερδίσουμε δρόμο, πριχού ξημερώσει και μας βάλουνε στόχο τ’ αεροπλάνα. Επειδή ο Θεός δεν κάτεχε από στόχους ή τέτοια, κι όπως το ‘χε συνήθειο του, στην ίδια πάντοτε ώρα ξημέρωνε το φως.”

Από τη συλλογή Το Άξιον εστί (1959)

[πηγή: Οδυσσέας Ελύτης (2002), Ποίηση, Αθήνα:Ίκαρος, σ. 136-139]

STAVROS PAPADOPOULOS

Stavros Papadopoulos was a citizen of Sykies who died after heroically fighting in the mountains of Albania during the Second World War in 1940. His name was given in his honor by the Board of the community of Sikies in the former street N of the settlement of Zaimi-Rodochori (Decision 128/10.60).

“At dawn on St John, a day after the Epiphany we were ordered to move forward again, for the places where there are no weekdays or  holidays. We were, as it was mentioned, to substitute the Artisans, in the frontlines from Himara to Tepeleni. Because they had been fighting from the first day of the war, all the time, and half of them were left in skeletons and could stand it no longer.

Night after night we marched non-stop, one after the other, blind as a bat. We struggled to get our feet out of the mud, sometimes knee-deep in it. For it most often drizzled in the streets outside, as in our souls. And the few times when we stopped to rest, we never exchanged not even a word, only solemn and silent, we shared raisins in the light of a torch. Or some other times, if it was convenient, we would hurriedly untie our clothes and scratch ourselves with rage for hours, long enough to make the blood run. Because the lice had come up to our necks, and that was more difficult than weariness could bear. Finally, once the whistle sounded in the darkness, a sign that we were moving, like cattle we would pull ahead, before the daylight comes and the planes aim at us. For God was not knowledgeable of targets or such things, and as was his custom, the light always dawned at the same hour.”

From the collection ‘To Axion esti’ (1959)

[Odysseas Elytis, Poetry, Ikaros, Athens 2002, pp. 136-139, translated from Greek, for information purposes only]