Στοιχειωμένη παράγκα
Στη συμβολή των οδών Ανθέων και Επταπυργίου και του κοινοτικού νεκροταφείου υπήρχε μια παράγκα όπου, κατά την άποψη πολλών, τα βράδια μπαινόβγαιναν φαντάσματα. Ήταν το σπίτι του Χρήστου του κουτσού, αγνώστων λοιπών στοιχείων, που εγκαταστάθηκε εκεί μετά το τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Ο Χρήστος έστησε μια ξύλινη παράγκα, που ονόμαζε καφενείο και στο οποίο εγκαταστάθηκε μόνος, αφού την τύλιξε γύρω γύρω όπως συνηθίζονταν με κομμάτια πισσόχαρτου για προστασία από τις βροχές, την υγρασία και τον αέρα. Χρησιμοποίησε επίσης λαμαρίνες και κεραμίδια που βρήκε κοντά. Στο στέκι αυτό στέγασε για μεγάλο χρονικό διάστημα πολύ κόσμο. Εκμεταλλευόμενος την αφέλεια και αγραμματοσύνη του κόσμου δημιούργησε ένα μύθο φαντασμάτων που έβγαιναν πάντα το βράδυ, με κάποιους δυνατούς και παράξενους θορύβους, ενώ διέσπειρε τη φήμη ότι μπορούσε να επικοινωνήσει με πνεύματα. Δεν ήταν λίγοι όσοι ορκίζονταν πως άκουγαν κραυγές θανάτου ή είδαν παράξενα φώτα εκεί ενώ επιβεβαίωναν τις συχνές επισκέψεις του Χρήστου στο παρακείμενο νεκροταφείο. Στην πραγματικότητα, ο Χρήστος προσέφερε εξυπηρετήσεις και μια φωλιά στους παράφορους παράνομους έρωτες ή άλλες παράνομες δραστηριότητες πάντοτε με αμοιβή και μάλιστα υψηλή. Στους τοίχους είχε γκαζοτενεκέδες τους οποίους χρησιμοποιούσε για τα περιστέρια και τεράστια κοντάρια, τα οποία ο πανούργος πρόσφυγας στη διάρκεια της βραδιάς κτυπούσε δυνατά και μαζί με τα νυχτερινά γουργουρίσματα των περιστεριών, προσέδιδαν στην ατμόσφαιρα μυστήριο, φόβο, ανατριχίλα ώστε να αποθάρρυναν τυχόν περίεργους.
[Πηγή: Κ. Νίγδελη (2016), Δήμος Νεάπολης-Συκεών «Ο μεγάλος Καλλικρατικός Δήμος»]
Haunted shack
At the intersection of Antheon and Eptapyrgiou streets and the community cemetery there was a shack where, according to many, ghosts appeared during the night. It was the home of Christos, an unidentified man who was crippled and settled there after the end of the First World War. Christos set up a wooden shack, a cafe he called it, where he settled in alone while wrapping pieces of tar paper around it to protect it from rain, humidity and wind. He also used sheet metal and tiles he found nearby. He housed a lot of people in this shelter for a long time. Taking advantage of the naivety and illiteracy of the people, he created a legend of ghosts that always came out during the night by making loud and strange noises, and spread the rumor that he could communicate with spirits. More than a few people swore they heard death cries or saw strange lights there or confirmed Christos’ frequent visits to the adjacent cemetery. In fact, he offered favors and a nest for couples having an affair or people wanted to engage in other illegal activities always on the exchange of a high fee. On the walls he had placed gas cans which he used for the pigeons as well as huge poles, which the sneaky refugee would hit loudly during the evening and together with the nightly purring of the pigeons, the noise would create an atmosphere of mystery, fear, creepiness and would discourage any curious people from coming closer to the chack.
[SOURCE: K. Nigdeli (2016), Municipality of Neapoli-Sykies “The great Kallikrais Municipality“]