Χάρτης της Μικράς Ασίας την αρχαία και κλασική εποχή – Πόντος και Βιθυνία, Λυκία και Παμφυλία, Γαλατία, Καππαδοκία, Κρήτη και Κύπρος. Χαρτογράφηση του 1865. Από: https://karamanlidika.gr/istorikoi-xartes-ths-kappadokias/

Μνημείο Μικρασιατών Καππαδόκων Προσφύγων

Οι Έλληνες Καππαδόκες είναι κοινότητα Μικρασιατών με καταγωγή από τη γεωγραφική περιοχή της Καππαδοκίας που βρισκόταν στην κεντρο-ανατολική Μικρά Ασία περίπου στη σημερινή επαρχία Νεβσεχίρ και τις γύρω επαρχίες της σύγχρονης Τουρκίας. Ελληνική παρουσία καταγράφεται στην Καππαδοκία από τα ελληνιστικά χρόνια, ενώ η ελληνικοποίηση της περιοχής ολοκληρώνεται κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους με επιδράσεις στην αρχιτεκτονική και μετονομασία αρκετών περιοχών και πόλεων με ελληνικά ονόματα. Η ύστερη ρωμαϊκή και η πρώιμη βυζαντινή περίοδος (3ος-5ος αιώνας) αποτελούν τη «Χρυσή περίοδο» της Καππαδοκίας. Πλήθος δασκάλων της ελληνικής γλώσσας, ρήτορες, φιλόσοφοι και σοφιστές δημιουργούν στέρεες βάσεις για την ελληνική παιδεία, μεταξύ των οποίων ο Μέγας Βασίλειος από την Καισάρεια και ο Γρηγόριος από την Ναζιανζό, οι οποίοι συνείσφεραν σημαντικά στη γλωσσική αφύπνιση των Ελλήνων της Ανατολής αλλά και στην εδραίωση των αρχών της χριστιανικής σκέψης. Από τον 7ο αιώνα ως το 10ο αιώνα η Καππαδοκία γνωρίζει περίοδο κρίσης, επιδρομών και συνεχών πολέμων καθώς βρίσκεται στα σύνορα του αραβικού και βυζαντινού πολιτισμού. Ο ρόλος της ως γεωγραφικό όριο της βυζαντινής αυτοκρατορίας απαθανατίστηκε στο μεσαιωνικό ελληνικό έπος του Διγενή Ακρίτα.

Monument of Asia Minor Cappadocian Refugees

The Greek Cappadocians are a community of Asia Minor people originating from the geographical area of Cappadocia, which was located in central-eastern Asia Minor, approximately in present-day province of Nevsehir and the surrounding provinces of modern Turkey. The Greek element existed in Cappadocia since the Hellenistic period, while the Hellenization of the region was completed during the Roman period leaving influences on the architecture and by renaming several regions and cities with Greek names. The late Roman and early Byzantine period (3rd-5th centuries) constitute the ‘Golden Period’ of Cappadocia. Numerous Greek language teachers, orators, philosophers and sophists laid a solid foundation for Greek education, among them Basil the Great of Caesarea and Gregory of Nazianzus, who contributed significantly to the linguistic awakening of the Greeks in the East and to the establishment of the principles of Christian thought. From the 7th century to 10th century, Cappadocia experienced a period of crisis, of invasions and constant wars as it was between the Arab and Byzantine civilisations. Its role serving as the geographical border of the Byzantine Empire was immortalised in the medieval Greek epic poem of Digenes Akritas.

Εγκαταλελειμμένες ελληνικές ορθόδοξες εκκλησίες, λαξευμένες στη συμπαγή πρόσοψη του βράχου. Υπαίθριο Μουσείο του Γκιόρεμε, Καππαδοκία, Νεβσεχίρ, Τουρκία. Από © José Luiz Bernardes Ribeiro, CC BY-SA 3.0, https://commons.wikimedia.org/w/index.php?curid=19809566.
Εγκαταλελειμμένες ελληνικές ορθόδοξες εκκλησίες, λαξευμένες στη συμπαγή πρόσοψη του βράχου. Υπαίθριο Μουσείο του Γκιόρεμε, Καππαδοκία, Νεβσεχίρ, Τουρκία. Από © José Luiz Bernardes Ribeiro, CC BY-SA 3.0, https://commons.wikimedia.org/w/index.php?curid=19809566.
Ένα πέρασμα προς την υπόγεια πόλη της Μαλακοπής. Από © Nevit Dilmen, CC BY-SA 3.0, https://commons.wikimedia.org/w/index.php?curid=31074216
Ένα πέρασμα προς την υπόγεια πόλη της Μαλακοπής. Από © Nevit Dilmen, CC BY-SA 3.0, https://commons.wikimedia.org/w/index.php?curid=31074216

Μνημείο Μικρασιατών Καππαδόκων Προσφύγων

Η Καππαδοκία χαρακτηρίζεται από πλούσια και σύνθετα εθνολογικά και πολιτισμικά χαρακτηριστικά καθώς έλαβε έντονες επιρροές από σημαντικούς πολιτισμούς λόγω της γεωγραφικής της θέσης που την καθιστούσε κόμβο σημαντικών οδικών αξόνων και αρτηριών, διοικητικό και στρατιωτικό κέντρο. Διακρίνεται για τα ασυνήθιστα τοπία της. Βρίσκεται σε ένα οροπέδιο με υψόμετρο που κυμαίνεται από 1000-1500 μ. και περικλείεται από βραχώδεις λόφους με ιδιόμορφο κωνικό σχήμα, προϊόντα ηφαιστειογενών εκρήξεων που έλαβαν χώρα στα αρχαία χρόνια. Σε πολλά χωριά της Καππαδοκίας, οι κάτοικοι λάξευαν στους βράχους τάφους, εκκλησίες, μοναστήρια και κατοικίες. Έχουν ανακαλυφθεί περισσότερες από 700 εκκλησίες που χρονολογούνται μεταξύ του 6ου και του 13ου αιώνα εκ των οποίων πολλά μοναστήρια και εκκλησίες συνέχιζαν να χρησιμοποιούνται ως την ανταλλαγή των πληθυσμών. Μετά την εισβολή των Σελτζούκων Τούρκων τον 11ο αιώνα και ως την κατάληψή της από τους Οθωμανούς τον 15ο αιώνα, πολλοί Έλληνες της Ανατολίας υιοθέτησαν την τούρκική γλώσσα και μεταστράφηκαν στο Ισλάμ. Κατά την οθωμανική περίοδο, η Καππαδοκία είχε τους περισσότερους οικισμούς με ελληνικό ή μικτό από Έλληνες και Τούρκους πληθυσμό από όλες τις επαρχίες της Κεντρικής Μ. Ασίας. Χωριζόταν σε επτά περιφέρειες: 1.Καισαρείας, 2.Προκοπίου, 3.Νεάπολης, 4.Ακσεραϊ-Γκέλβερι, 5.Νίγδης, 6.Φαράσων, 7.Αποικιών Φαράσων. Από το ένα εκατομμύριο κατοίκους της Καππαδοκίας στις αρχές του 20ου αιώνα, οι 340.000 δηλαδή το ένα τρίτο ήταν Χριστιανοί Ορθόδοξοι, Έλληνες και Αρμένιοι. Τα υπόλοιπα δύο τρίτα ήταν μουσουλμάνοι από τους οποίους οι μισοί ήταν ελληνογενείς πληθυσμοί, πολλοί από τους οποίους επιφανειακά μόνο ασπάζονταν τον μωαμεθανισμό ενώ στην ουσία διατηρούσαν την ορθόδοξη θρησκεία και έθιμα (κρυπτοχριστιανοί). Το Οικουμενικό Πατριαρχείο απέδιδε μεγάλη σημασία στην Καππαδοκία ως αποτέλεσμα της σπουδαιότητας που απέδιδε σε αυτή το Βυζάντιο.

Monument of Asia Minor Cappadocian Refugees

Cappadocia is an area of rich and complex ethnological and cultural features as it was strongly influenced by important civilizations as a result of its geographical position, and was considered as an intersection of important roads and arteries, an administrative and military centre. It is distinguished by its unusual landscapes. It is situated on a plateau with an altitude of about 1000 to1500 m and is surrounded by rocky hills of a peculiar conical shape, resulted from volcanic eruptions that took place in the ancient period. In many villages of Cappadocia, the inhabitants made rock-cut graves, churches, monasteries and houses. More than 700 churches dating between the 6th and 13th century have been discovered, among them many monasteries and churches which continued to be used until the population exchange. Following the invasion of the Seljuk Turks in the 11th century and until its conquest by the Ottomans in the 15th century, many Anatolian Greeks started using the Turkish language and converted to Islam. During the Ottoman period, Cappadocia had the largest number of settlements with Greek or mixed Greek and Turkish populations of all provinces in Central Asia Minor. It was divided into seven regions: 1. Caesaria, 2. Prokopi, 3.Neapolis, 4. Aksaray Gelveri, 5. Nigdis, 6. Pharasa, 7. Settlement of Pharasa. At the beginning of the 20th century out of the one million inhabitants of Cappadocia, 340,000 i.e. one third of them were Christian Orthodox, Greeks and Armenians. The remaining two thirds were Muslims, half of whom were Greek-born populations, and who only formally embraced Mohammedanism while in reality they maintained the Orthodox religion and customs (crypto-Christians). The Ecumenical Patriarchate payed particular attention to Cappadocia as a result of the important role it had for Byzantium.

Έλληνες πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία στο καράβι, με προορισμό το λιμάνι της Μυτιλήνης (Φωτογράφος, Lex W. Klutz).
Έλληνες πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία στο καράβι, με προορισμό το λιμάνι της Μυτιλήνης (Φωτογράφος, Lex W. Klutz).
Πρόχειρη εγκατάσταση προσφύγων στο ναό της Αχειροποιήτου, στη Θεσσαλονίκη.
Πρόχειρη εγκατάσταση προσφύγων στο ναό της Αχειροποιήτου, στη Θεσσαλονίκη.

Μνημείο Μικρασιατών Καππαδόκων Προσφύγων

Μετά την ήττα της Ελλάδας στο μικρασιατικό πόλεμο των ετών 1921-1922 (μικρασιατική καταστροφή), περίπου 1.200.000 Ορθόδοξοι Χριστιανοί τουρκικής υπηκοότητας ανταλλάχτηκαν με 354.647 Μουσουλμάνους ελληνικής υπηκοότητας, σύμφωνα με τη Σύμβαση Ανταλλαγής της Λωζάννης (1923) που προέβλεπε υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία με βάση το θρήσκευμα. Στον ελληνικό χώρο μετεμφυτεύονται ολόκληρες κοινότητες που αποτελούσαν θεμέλιο οργάνωσης του ελληνισμού της Ανατολής για αιώνες. Σύμφωνα με τον Μερλιέ, οι Έλληνες Καππαδόκες που εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα μετά την ανταλλαγή ήταν 44.432 άτομα. Αρχικά μεταφέρθηκαν στην παράκτια πόλη της Μερσίνης και έπειτα διεκπεραιώθηκαν στην Ελλάδα. Με τον ερχομό τους στην Ελλάδα εγκαταστάθηκαν, όπως η πλειονότητα των προσφύγων σε αυτόνομους οικισμούς, ή σε συνοικίες πόλεων και οικισμών. Στην Τουρκία αντικαταστάθηκαν με μουσουλμάνους που ερχόταν από την ηπειρωτική Ελλάδα κυρίως από τη Θράκη. Μετά την αποχώρησή τους, πολλές από τις καππαδοκικές ελληνικές εκκλησίες μετατράπηκαν σε τζαμιά όπως η Εκκλησία του Αγίου Γρηγορίου σήμερα γνωστή ως “Buyuk Kilise Camii (Τζαμί της Μεγάλης Εκκλησίας). Σύμφωνα με «Καταστάσεις των Κατοίκων που ήρθαν στην Ελλάδα το 1922-1924» του αρχείου του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, στην Ελλάδα δημιουργήθηκαν 81 ελληνικές (32 ελληνόφωνες και 49 τουρκόφωνες) καππαδοκικές κοινότητες. Η Θεσσαλονίκη απορροφά πολύ μεγάλο όγκο προσφύγων. Οι Καππαδόκες πρόσφυγες που φτάνουν το 1924 εγκαθίστανται σε μεγάλο αριθμό στην περιοχή της σημερινής Νεάπολης, η οποία αποτέλεσε χωνευτήρι των προσφυγικών μαζών. Η εγκατάσταση τους έγινε σε περιοχή που ήταν ιδιοκτησία του Σαούλ Μοδιάνο και απαλλοτριώθηκε το 1928. Εκεί εγκαταστάθηκαν πληθυσμοί που καταγόταν από τουλάχιστον 40 και πλέον διαφορετικά χωριά και υψηλή αναλογία προσφύγων Καππαδοκικής καταγωγής, πιο συγκεκριμένα από το Νεβσεχίρ, τη Νέα πόλη της Καππαδοκίας, το όνομα της οποίας ουσιαστικά πήρε χάρη στις πρωτοβουλίες των τότε διοικούντων. Το ανθρώπινο δυναμικό του συνοικισμού στις αρχές του 1930 ανερχόταν σε 5.500 κατοίκους.

Καππαδόκες πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν επίσης στις Συκιές στον συνοικισμό Ροδοχώριο ή Ροδόφυτο ή Τοπ Αλτί, το οποίο υποδήλωνε την ύπαρξη περιοχής κατάφυτης με ρόδα ή κατά άλλους έξι (Αλτί) μπάλες (λόφοι). Πρώτες εγκαταστάθηκαν στον συνοικισμό το 1925, 26 προσφυγικές οικογένειες που προερχόταν από την Αραβησσό της Καππαδοκίας. Η Αραβησσός ή Αραπισούν ήταν πατρίδα του Βεζύρη Σιλιχτάρ Μεχμέτ Πασά, ο οποίος την μετονόμασε σε Γκιούλ Σεχίρ (πόλη των Ρόδων) μετά από παρεμβάσεις εξωραϊσμού της. Υπάρχει πιθανότητα η ονομασία Γκιούλ Σεχίρ και η ονομασία του συνοικισμού να συνδέονται. Ήταν μια αρκετά μεγάλη σχετικά αυτάρκης κωμόπολη, η οποία το 1895 αριθμούσε 5-6.000 ορθόδοξους κατοίκους, ενώ το 1924, έτος εξόδου των Ελλήνων της Ανατολίας, οι Έλληνες κάτοικοι ανέρχονταν σε 439 οικογένειες δηλαδή περίπου 1500 άτομα. Από τις οικογένειες αυτές περίπου οι μισές εγκαταστάθηκαν σε μικρά ή μεγάλα αστικά κέντρα (Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Πειραιάς, Βόλος, Κατερίνη), ενώ άλλοι ίδρυσαν στα Γιαννιτσά το 1926 την κοινότητα της Νέας Αραβησσού. Κύρια ασχολία των πρώτων κατοίκων Συκεών ήταν η κτηνοτροφία και η αμπελουργία. Η ύπαρξη αμπελώνων επιβεβαιώνεται μέχρι τη δεκαετία του 1970. Γνωστές οικογένειες που πρωτοεγκαταστάθηκαν στον συνοικισμό Ροδοχωρίου ήταν οι Γουναρίδη Χρ., Πράτσα Αντ., Γιαννούλη Αστ., Μπόσδα Ι., Σαραμίτα Κ.,Ψύλου Α., Παπαδημητρόπουλου Ο., Κοντόπουλου Λ., Σαουλίδη Ι.

Monument of Asia Minor Cappadocian Refugees

Following the defeat of Greece in the Asia Minor War of 1921-1922 (Asia Minor Catastrophe), approximately 1,200,000 Orthodox Christians of Turkish nationality were exchanged in the place of 354,647 Muslims of Greek nationality, according to the Lausanne Treaty (1923), which provided for a compulsory exchange of populations between Greece and Turkey on the basis of religion. In the Greek area, entire communities were moved and settled, which put the foundation of the organization of Hellenism in the East for centuries. According to Merlier, 44,432 Greek Cappadocians settled in Greece after the exchange. They were initially transferred to the coastal city of Mersin and then allocated to the rest of Greece. Upon their arrival in Greece they settled, like the majority of refugees, in autonomous settlements, or in districts of towns and settlements. In Turkey they were replaced by Muslims coming from mainland Greece, mainly from Thrace. After their departure, many of the Cappadocian Greek churches were converted into mosques such as the Church of St. Gregory currently known as “Buyuk Kilise Camii (the Great Church Mosque). According to “Lists of the Residents who came to Greece in 1922-1924” from the archive of the Centre for Asia Minor Studies, 81 Greek (32 Greek-speaking and 49 Turkish-speaking) Cappadocian communities were established in Greece. Thessaloniki absorbed a very large number of refugees. The Cappadocian refugees who arrived in 1924 settled in large numbers in the area of present-day Neapolis, which integrated many refugee populations. They settled in an area owned by Saul Modiano which was expropriated in 1928. Populations from at least 40 different villages and a high proportion of refugees of Cappadocian origin settled there, in particular those originating from Nevsehir, the New Town of Cappadocia, whose name was actually given thanks to the initiatives of the then administrators. The settlement in the early 1930s included 5,500 inhabitants.

Cappadocian refugees settled also in Sykies in the settlement of Rodochorio or Rodofyto or Top Alti, which indicated the existence of an area where many roses trees flourish, or according to others, the area with the six (Alti) balls (hills). The first to settle in the settlement in 1925 were 26 refugee families coming from Aravissos in Cappadocia. Aravissos or Arapishun was the hometown of the Vizier Silikhtar Mehmed Pasha, who renamed it to Gul Shehir (Rose city) after landscaping interventions. There is a possibility that the name Gul Shehir and the name of the settlement are connected. It was a fairly large and relatively self-sufficient town, which in 1895 had 5-6,000 Orthodox inhabitants, while in 1924, the year of the exodus of the Greeks from Anatolia, the Greek population included 439 families, i.e. approximately 1500 people. About half of these families settled in small or large urban centres (Athens, Thessaloniki, Piraeus, Volos, Katerini), while others founded the community of Nea (New) Aravissos in 1926 in Giannitsa. The main occupation of the first residents of Sykies was livestock farming and viticulture. The existence of vineyards is confirmed until the 1970s. Known families who first settled in the settlement of Rodochori were those of Chr. Gounaridis., Ant. Pratsas, Ast. Giannouls. I. Bosda, K. Saramita, A. Psylos, O. Papadimitropoulos, L. Kontopoulos, I. Saoulidis.

Ευχολόγιο στα καραμανλίδικα. Από: https://karamanlidika.gr/ruh-afiyetligi/
Ευχολόγιο στα καραμανλίδικα. Από: https://karamanlidika.gr/ruh-afiyetligi/
Στην κοιλάδα των Κοράμων και κοντά στην είσοδο του σημερινού υπαίθριου μουσείου-Πάρκου των Εκκλησιών, βρίσκεται ένας από τους μεγαλύτερους σε μέγεθος και σημαντικότερους σε καλλιτεχνική αξία ναούς της Καππαδοκίας: η Tokali Kilise (Ναός Κοράμων 7).  Από: http://monuments.hist.auth.gr/index.php/category/kappadokia/tokali-kilise-koilada-koramon/
Στην κοιλάδα των Κοράμων και κοντά στην είσοδο του σημερινού υπαίθριου μουσείου-Πάρκου των Εκκλησιών, βρίσκεται ένας από τους μεγαλύτερους σε μέγεθος και σημαντικότερους σε καλλιτεχνική αξία ναούς της Καππαδοκίας: η Tokali Kilise (Ναός Κοράμων 7). Από: http://monuments.hist.auth.gr/index.php/category/kappadokia/tokali-kilise-koilada-koramon/

Μνημείο Μικρασιατών Καππαδόκων Προσφύγων

Οι Καππαδόκες πρόσφυγες αντιμετώπισαν κλιματολογικές συνθήκες πολύ διαφορετικές από αυτές που επικρατούσαν στην πατρίδα τους. Το κλίμα της Ελλάδας ήταν σε πολλές περιπτώσεις εξαιρετικά υγρό σε σχέση με το ξηρό κλίμα της Καππαδοκίας. Το υγρό κλίμα ευνοούσε την εξάπλωση της ελονοσίας, η οποία προκάλεσε τον θάνατο μεγάλου αριθμού προσφύγων. Πολλοί ήταν έμποροι και είχαν πλήρη άγνοια της αγροτικής ζωής, στην οποία βασιζόταν η οικονομία των περιοχών που κλήθηκαν να εποικίσουν. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα πολλοί να επιλέξουν να ‘μεταναστεύσουν’ εκ νέου από τις περιοχές εγκατάστασης στην Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη και τα άλλα αστικά κέντρα προς εύρεση εργασίας. Άλλοι διατηρούσαν την ιδιότητα του αγρότη αλλά ασκούσαν συγχρόνως και κάποιο άλλο επάγγελμα ή εκμίσθωναν τα χωράφια τους και συμπλήρωναν το οικογενειακό εισόδημα με την άσκηση ενός παραδοσιακού επαγγέλματος.

Η Καππαδοκία είχε μεγάλη μοναστική παράδοση και υπήρξε γενέτειρα σημαντικών Πατέρων της Εκκλησίας. Στο γεγονός αυτό οφείλεται η έντονη θρησκευτικότητα των Καππαδόκων προσφύγων και η βαθιά σύνδεσή τους με την Ελληνική Ορθόδοξη παράδοση. Πολλά από τα θρησκευτικά και πολιτισμικά στοιχεία διατηρήθηκαν στους χορούς και στις φορεσιές τους: χοροί με κεριά, σπαθιά, μαντήλια, κουτάλια, η πομπή του Αγίου Βασιλείου, κ.α. Ένα από τα πιο γνωστά έθιμα που μεταφέρθηκαν στην ελληνική κοινωνία και αποδίδονται στον Μέγα Βασίλειο από την Καισαρεία είναι το φλουρί της βασιλόπιτας. Τα τραγούδια και οι χοροί τους αναφέρονται στα ακριτικά κάστρα, στο Διγενή, στον Πορφύρη, στον Ανδρόνικο, με την Καραμανλήδεια διάλεκτο, μια μικτή ανατολίτικη γλώσσα, με στοιχεία τουρκικής, ελληνικής, περσικής (φαρσί) και συριακής προέλευσης. Με τον όρο Καραμανλής και, συνηθέστερα, στον πληθυντικό: Καραμανλήδες, προσδιορίζονται οι Έλληνες κάτοικοι της Καραμανίας, οι οποίοι ήταν  Έλληνες, Χριστιανοί Ορθόδοξοι,  μίλαγαν Τούρκικα και έγραφαν την Τούρκικη γλώσσα με ελληνικά γράμματα (Καραμανλική γραφή). Από αυτούς τους Τουρκόφωνους Έλληνες έχουμε πολλά επώνυμα στη Νέα Ελληνική, όπως: Καραμάνος, Καραμανλάκης, Καραμανόγλου,  Καραμανλής κ.ά.

Από την Καππαδοκία κατάγονται ο ιστορικός Παύλος Καρολίδης (1849-1930), που διαδέχτηκε τον Κωνσταντίνο Παπαρρηγόπουλο στην Έδρα Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, ο Καθηγητής της Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης Χαράλαμπος Θεοδωρίδης (1883-1958), ο Αβροτέλης Ελευθερόπουλος (1859-1963), ο διασημότερος διεθνώς Έλληνας κοινωνιολόγος, ο Λεωνίδας Κεστεκίδης (1876-1954) κατασκευαστής σοκολάτας από τη Νίγδη, ιδρυτής της διεθνούς φήμης εταιρίας σοκολάτας Leonidas στο Βέλγιο, ο Πρόδρομος Μποδοσάκης Αθανασιάδης (1890-1979), μία από τις σημαντικότερες μορφές της ελληνικής βιομηχανίας του 20ού αιώνα, ο Ελία Καζάν (1909-1923), ελληνοαμερικανός σκηνοθέτης, και πολλοί άλλοι γνωστοί Έλληνες. Καππαδόκες ήταν και οι γονείς του γεννημένου στη Σμύρνη επιχειρηματία Αριστοτέλη Ωνάση, αλλά και η εκ μητρός γιαγιά του ποιητή Γιώργου Σεφέρη. Από την Καππαδοκία κατάγεται και ο συγγραφέας Κωνσταντίνος Μ. Νίγδελης που έχει συγγράψει πλήθος αξιόλογων βιβλίων που αναφέρονται σε αυτήν.

[ΠΗΓΕΣ: Β. Στελλάκου, Οι πρόσφυγες της Καππαδοκίας στην Ελλάδα: κοινωνικές και λειτουργικές διαστάσεις στη σχέση ανθρώπου και δομημένου περιβάλλοντος, Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Μυτιλήνη, 1999, Παντελεάκη, Ν. (1991), ‘Η φυσιογνωμία και η ιστορία της Καππαδοκίας από την αρχαιότητα μέχρι το τέλος των βυζαντινών χρόνων’, στο Λ. Έβερτ, Ν. Μηναϊδη, Α. Μπαλιάν, Ν. Παντελεάκη, Ι. Πετρόπουλου και Μ. Φακίδη, Καππαδοκία. Περιήγηση στη Χριστιανική Ανατολή, Αθήνα: Εκδόσεις ΑΔΑΜ, Β. Δαλακούρα, «Η εγκατάσταση των προσφύγων της Καππαδοκίας στον Ελληνικό χώρο», Κ. Νίγδελη (2016), Δήμος Νεάπολης-Συκεών «Ο μεγάλος Καλλικρατικός Δήμος», https://foroline.gr/archives/11517, https://syllogos-axenon-kappadokias0.webnode.gr]

Monument of Asia Minor Cappadocian Refugees

The Cappadocian refugees faced very different weather conditions comparing to those of their homeland. The climate of Greece was in many cases extremely humid compared to the dry climate of Cappadocia. The humid climate favoured the spread of malaria, which caused the death of a large number of refugees. Many were traders and were completely unfamiliar to the agricultural life, which the economy of the areas they were called to settle in was based on. As a result, many chose to ’emigrate’ again from the areas of settlement towards Athens, Thessaloniki and other urban centres to search for work. Others retained their status as farmers but also practised another occupation or rented out their fields and supplemented their family income by practising a traditional occupation.

Cappadocia had a long tradition in monasteries and was the birthplace of important Church Fathers. This explains the strong religiousness of the Cappadocian refugees and their deep connection to the Greek Orthodox tradition. Many of the religious and cultural elements have been preserved within their dances and costumes: dances with candles, swords, scarves, spoons, the procession of St. Basil, etc. One of the most famous customs that were transferred to Greek society and was attributed to the Great Basil from Caesarea is the coin of the vasilopita (a sweet bread served in Greece on New Year’s Day). Their songs and dances refer to the outermost frontiers, Digenis, Porphiris, Andronikos, with the Karamanlıca or Karamanlidika, a mixed oriental, with elements of Turkish, Greek, Persian (Farsi) and Syrian origin. The term Karamanlis and, more commonly, in the plural: Karamanlides, was used to identify the Greek inhabitants of Karamania, who were Greek, Christian Orthodox, who spoke Turkish and wrote the Turkish language with the Greek alphabet  (Karamanian writing). Many known surname in the modern Greek language originate from these Turkish-speaking Greeks, such as: Karamanos, Karamanlakis, Karamanoglou, Karamanlis, etc.

The historian Pavlos Karolidis (1849-1930), who succeeded Constantine Paparrigopoulos in the Chair of History at the University of Athens, the Professor of Philosophy at the University of Thessaloniki Haralambos Theodorides (1883-1958), Avrotelis Eleftheropoulos (1859-1963), the most famous internationally renowned Greek sociologist, Leonidas Kestekidis (1876-1954), a chocolate manufacturer from Nigdis, founder of the internationally renowned Leonidas chocolate company in Belgium, Prodromos Bodossakis Athanasiadis (1890-1979), one of the most important figures of 20th century Greek industry, Elias Kazan (1909-1923), Greek-American film director, and many other well-known Greeks originated from Cappadocia. The parents of the businessman Aristotle Onassis, who was born in Smyrni, were also Cappadocians, as was the maternal grandmother of the poet George Seferis. The writer Konstantinos M. Nigdelis, who has written a number of notable books about Cappadocia, is also from Cappadocia.

[SOURCES. (1991), ‘The physiognomy and history of Cappadocia from antiquity to the end of Byzantine times’, in L. Evert, N. Menaidi, A. Balian, N. Panteleaki, I. Petropoulou and M. Fakidis, Cappadocia. A Tour of the Christian East, Athens: ADAM Publications, B. Dalakura, “The settlement of the refugees of Cappadocia in Greece”, K. Nideli (2016), Municipality of Neapolis-Sikies “The great Kallikratis Municipality”, https://foroline.gr/archives/11517, https://syllogos-axenon-kappadokias0.webnode.gr]

Δώδεκα αξιόλογοι Καππαδόκες Έλληνες: (πάνω σειρά) Ελία Καζάν, Βασίλειος Στεφανίδης, Παντελής Γεωργιάδης, Ευγένιος της Καισαρείας, Δημοσθένης Δανιηλίδης, Κωνσταντίνος Βαγιάννης (κάτω σειρά) Ιωάννης Πεσμαζόγλου, Παύλος Καρολίδης, Σοφοκλής Αβραάμ Χουδαβερδόγλους-Θεόδοτος, Δημήτριος Μαυροφρύδης, Ιωακείμ Βαλαβάνης, Γεώργιος Γεωργιάδης. Από: https://el.wikipedia.org/wiki/Έλληνες_Καππαδόκες?fbclid=IwAR25tQbo5PpIISzx_p8vKof5CJnLS4XKqu_9h7NMyu6wvYdkT-i4CsppfEk#/media/Αρχείο:Kapadokyalı_Yunanlılar_Rumlar_Cappadocia_Greeks.JPG